γελαδάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γελαδάρισσα οι γελαδάρισσες
      γενική της γελαδάρισσας των γελαδαρισσών
    αιτιατική τη γελαδάρισσα τις γελαδάρισσες
     κλητική γελαδάρισσα γελαδάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γελαδάρισσα < γελαδάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

γελαδάρισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη γελαδάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.