γειτνιάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γειτνιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γειτνιάζω
  2. θα γειτνιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γειτνιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γειτνιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γειτνίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.