γαϊδουρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαϊδουρο- < γαϊδούρ(ι) + -ο-

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊδουρο-

Πρόθημα

γαϊδουρο-, γαϊδουρό- & γαϊδουρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρ- στο Βικιλεξικό
  • γαϊδουρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

  • αλογο-

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γαϊδουρο- < γαϊδούρ(ιν) + -ο-

Πρόθημα

γαϊδουρο-, γαϊδουρό-

  • το γαϊδούρι ως πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση ή αναφέρεται ή έχει χαρακτηριστικά του γάιδαρου
    γαϊδουροκόκαλος
    γαϊδουρόπετσον

  • γαδουρο-

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρο- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρό- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.