γαϊδουροκαβαλαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαϊδουροκαβαλαρία οι γαϊδουροκαβαλαρίες
      γενική της γαϊδουροκαβαλαρίας των γαϊδουροκαβαλαριών
    αιτιατική τη γαϊδουροκαβαλαρία τις γαϊδουροκαβαλαρίες
     κλητική γαϊδουροκαβαλαρία γαϊδουροκαβαλαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαϊδουροκαβαλαρία < γαϊδούρι + καβαλαρία

Ουσιαστικό

γαϊδουροκαβαλαρία θηλυκό

  • το ταξίδι με όνους (το καβαλαρία ως επίρρημα σήμαινε να πηγαίνεις κάπου έφιππος, αλλά το άλογο ήταν πάντα ακριβό ζώο στη συντήρηση και στην αγορά, ενώ το γαϊδουράκι, πιο προσιτό στις φτωχές οικογένειες και πιο υπομονετικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.