γαλλομάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλλομάθεια οι γαλλομάθειες
      γενική της γαλλομάθειας των γαλλομαθειών
    αιτιατική τη γαλλομάθεια τις γαλλομάθειες
     κλητική γαλλομάθεια γαλλομάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλλομάθεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γαλλομάθεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.