γίνετε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.ne.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γίνετε
ομόηχο: γίνεται

Ρηματικός τύπος

γίνετε

  1. β΄ πρόσωπο πληθυντικού εξαρτημένου τύπου ενεστώτα του γίνομαι
  2. β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής αορίστου του γίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.