βόρεια σότο

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

βόρεια σότο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • ονομασία: Sotho
  • κωδικός γλώσσας: nso

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.