βόλεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βόλεμα τα βολέματα
      γενική του βολέματος των βολεμάτων
    αιτιατική το βόλεμα τα βολέματα
     κλητική βόλεμα βολέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βόλεμα < βολεύω

Ουσιαστικό

βόλεμα ουδέτερο

  1. η τακτοποίηση σε μια άνετη θέση, συνήθως ανθρώπων
  2. η τεμπελιά, η βολή ως άνεση που δεν προϋποθέτει κόπο και κατακτήσεις
  3. το αποτέλεσμα της κατάχρησης εξουσίας για να τακτοποιηθεί κάποιος ημέτερος στο δημόσιο ή η χρήση πλάγιων μέσων και η δίχως αξιοκρατικά κριτήρια τοποθέτηση ενός ατόμου επιλογής σε εργασία σίγουρη και εύκολη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.