βυσματώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βυσματώνω < βύσμα

Ρήμα

βυσματώνω , αόρ.: βυσμάτωσα, παθ.φωνή: βυσματώνομαι, π.αόρ.: βυσματώθηκα, μτχ.π.π.: βυσματωμένος

  1. (κυριολεκτικά) ενώνω κάτι με βύσμα
  2. (μεταφορικά) ενεργώ χρησιμοποιώντας κάποιο μέσον ώστε να γίνει κάτι υπέρ μου και να το στερήσω από κάποιον άλλον (και ως στρατιωτική αργκό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.