βυθομετρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βυθομετρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθομετρώ
  2. θα βυθομετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθομετρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βυθομετρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βυθομέτρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.