βυθοκόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βυθοκόρηση | οι | βυθοκορήσεις |
| γενική | της | βυθοκόρησης* | των | βυθοκορήσεων |
| αιτιατική | τη | βυθοκόρηση | τις | βυθοκορήσεις |
| κλητική | βυθοκόρηση | βυθοκορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βυθοκορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βυθοκόρηση θηλυκό
Μεταφράσεις
βυθοκόρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.