βυβλιοθήκη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βυβλιοθήκη αἱ βυβλιοθῆκαι
      γενική τῆς βυβλιοθήκης τῶν βυβλιοθηκῶν
      δοτική τῇ βυβλιοθήκ ταῖς βυβλιοθήκαις
    αιτιατική τὴν βυβλιοθήκην τὰς βυβλιοθήκᾱς
     κλητική ! βυβλιοθήκη βυβλιοθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βυβλιοθήκ
γεν-δοτ τοῖν  βυβλιοθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βυβλιοθήκη < κατά τη γραφή του πρώτου συνθετικού (βιβλίον) με ύψιλον: βυβλίον

Ουσιαστικό

βυβλιοθήκη θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.