βυβλίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βυβλίον | τὰ | βυβλίᾰ |
| γενική | τοῦ | βυβλίου | τῶν | βυβλίων |
| δοτική | τῷ | βυβλίῳ | τοῖς | βυβλίοις |
| αιτιατική | τὸ | βυβλίον | τὰ | βυβλίᾰ |
| κλητική ὦ! | βυβλίον | βυβλίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βυβλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βυβλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βυβλίον < → δείτε τη λέξη βιβλίον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.