βρόμισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρόμισμα τα βρομίσματα
      γενική του βρομίσματος των βρομισμάτων
    αιτιατική το βρόμισμα τα βρομίσματα
     κλητική βρόμισμα βρομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρόμισμα < βρομίζω + -μα

Ουσιαστικό

βρόμισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.