jumper

Αγγλικά (en)

Βραχυκυκλωτήρας (τζαμπεράκι) που συνδέει δύο ακίδες (pin headers)
Καλώδια βραχυκύκλωσης (jumper wires)

Προφορά

ΔΦΑ : /dʒʌmpə/ & /dʒʊmpə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /dʒʌmpɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

jumper (en)

  1. (αθλητισμός) άλτης
  2. αυτός που αυτοκτονεί πέφτοντας από ύψος
  3. (ηλεκτρολογία) βραχυκυκλωτήρας ή γέφυρα βραχυκύκλωσης
    διακρίνονται κυρίως σε: pin jumper (τζαμπεράκι) και jumper wire ή jump wire

Υπώνυμα

  • jumper στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • jumper, φωτογραφίες στα Wikimedia Commons
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.