βραβείο Νόμπελ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βραβείο Νόμπελ < από το όνομα του Σουηδού επιστήμονα Άλφρεντ Νόμπελ
Πολυλεκτικός όρος
βραβείο Νόμπελ ουδέτερο
- ετήσιο διεθνές βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο από τη Σουηδική Ακαδημία (κυρίως), σε επιστήμονες και προσωπικότητες με σημαντικά επιτεύγματα στην ιατρική, στη χημεία, στη φυσική, στη λογοτεχνία και στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης
- βραβείο Νόμπελ ιατρικής
- βραβείο Νόμπελ χημείας
- βραβείο Νόμπελ φυσικής
- βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας
- βραβείο Νόμπελ ειρήνης
- βραβείο Νόμπελ οικονομικών επιστημών
- Άλφρεντ Νομπέλ
-
βραβείο Νόμπελ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βραβείο Νόμπελ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.