βοϊδοσβουνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βοϊδοσβουνιά | οι | βοϊδοσβουνιές |
| γενική | της | βοϊδοσβουνιάς | των | βοϊδοσβουνιών |
| αιτιατική | τη | βοϊδοσβουνιά | τις | βοϊδοσβουνιές |
| κλητική | βοϊδοσβουνιά | βοϊδοσβουνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βοϊδοσβουνιά θηλυκό
- (προφορικό) τα κόπρανα του βοδιού
- ※ […] ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μια μέρα, βλέπει μια βοϊδοσβουνιά κολλημένη στο δοκάρι της στέγης.
- Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ευτράπελες διηγήσεις. Το κοινωνικό τους περιεχόμενο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980), σ. 17.
- ※ […] ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μια μέρα, βλέπει μια βοϊδοσβουνιά κολλημένη στο δοκάρι της στέγης.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.