βουτυροκομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουτυροκομία οι βουτυροκομίες
      γενική της βουτυροκομίας των βουτυροκομιών
    αιτιατική τη βουτυροκομία τις βουτυροκομίες
     κλητική βουτυροκομία βουτυροκομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουτυροκομία < βουτυροκόμος, αναλύεται βούτυρ(ο) + -ο- + -κομία

Ουσιαστικό

βουτυροκομία θηλυκό

  1. η παρασκευή του βουτύρου
  2. το επάγγελμα του παρασκευαστή βουτύρου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.