βουρκόνερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουρκόνερο τα βουρκόνερα
      γενική του βουρκόνερου των βουρκόνερων
    αιτιατική το βουρκόνερο τα βουρκόνερα
     κλητική βουρκόνερο βουρκόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουρκόνερο < βούρκ(ος) + -ό- + -νερο

Ουσιαστικό

βουρκόνερο ουδέτερο

  1. το νερό του βούρκου
  2. (συνεκδοχικά) ο βούρκος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.