βολτόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

Αναλογικό βολτόμετρο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βολτόμετρο τα βολτόμετρα
      γενική του βολτόμετρου
& βολτομέτρου
των βολτόμετρων
& βολτομέτρων
    αιτιατική το βολτόμετρο τα βολτόμετρα
     κλητική βολτόμετρο βολτόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βολτόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βολτόμετρο ουδέτερο

  • (ηλεκτρολογία) το όργανο που μετράει ηλεκτρική τάση

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.