βλακόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλακόμετρο τα βλακόμετρα
      γενική του βλακόμετρου των βλακόμετρων
    αιτιατική το βλακόμετρο τα βλακόμετρα
     κλητική βλακόμετρο βλακόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλακόμετρο < βλάκ(ας) + -ό- + -μετρο

Ουσιαστικό

βλακόμετρο ουδέτερο

  1. ο πολύ βλάκας
  2. αυτός ο οποίος τίθεται ως μέτρο της βλακείας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.