βιτρινούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιτρινούλα οι βιτρινούλες
      γενική της βιτρινούλας
    αιτιατική τη βιτρινούλα τις βιτρινούλες
     κλητική βιτρινούλα βιτρινούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιτρινούλα < βιτρίνα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

βιτρινούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.