βιοψυχολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοψυχολογία | οι | βιοψυχολογίες |
| γενική | της | βιοψυχολογίας | των | βιοψυχολογιών |
| αιτιατική | τη | βιοψυχολογία | τις | βιοψυχολογίες |
| κλητική | βιοψυχολογία | βιοψυχολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοψυχολογία < ψυχοβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: Ρsychobiologie < psycho- + Biologie < αρχαία ελληνική ψυχή + βίος + λέγω
Ουσιαστικό
βιοψυχολογία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- (ψυχολογία) άλλη μορφή του ψυχοβιολογία
- Η βιοψυχολογία είναι ο κλάδος της ψυχολογίας που μελετά τις βιολογικές βάσεις της συμπεριφοράς. Ο όρος εμπεριέχει την έννοια μιας βιολογικής προσέγγισης στην ψυχολογία. Η ψυχολογία (δηλ. η επιστημονική μελέτη της συμπεριφοράς) αναμφισβήτητα κατέχει κεντρική θέση στον κλάδο της βιοψυχολογίας. (*)
Μεταφράσεις
βιοψυχολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.