βιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βιος | — | |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | βιος | — | |
| κλητική | — | — | ||
| όπως «ελλειπτικά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τό βίος < αρχαία ελληνική ὁ βίος [1]
Ουσιαστικό
βιος ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
βιος
|
Αναφορές
- βιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.