βιοδιατήρηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοδιατήρηση | οι | βιοδιατηρήσεις |
| γενική | της | βιοδιατήρησης | των | βιοδιατηρήσεων |
| αιτιατική | τη | βιοδιατήρηση | τις | βιοδιατηρήσεις |
| κλητική | βιοδιατήρηση | βιοδιατηρήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βιοδιατήρηση θηλυκό (οικολογία)
- προσπάθεια διατήρησης ειδών και οικοσυστημάτων
- ήπια διάσωση του φυσικού πλούτου, χωρίς τεράστια επανεισαγωγή ειδών· λεπτότερη βιοδιάσωση - λιγότερο επεμβατική και λιγότερο βίαια όσον αφορά την βιομεταβολή
- βιοπροστασία ορισμένη λίγο περισσότερο από την φύση παρά από την γνώμη περί φύσης του οικολόγου
Μεταφράσεις
βιοδιατήρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.