βιντεοδίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιντεοδίσκος οι βιντεοδίσκοι
      γενική του βιντεοδίσκου των βιντεοδίσκων
    αιτιατική τον βιντεοδίσκο τους βιντεοδίσκους
     κλητική βιντεοδίσκε βιντεοδίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιντεοδίσκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική videodisc < λατινική video + αρχαία ελληνική δίσκος

Ουσιαστικό

βιντεοδίσκος αρσενικό

  • (τεχνολογία) οπτικός δίσκος στον οποίο έχουν εγγραφεί δεδομένα βίντεο τα οποία μπορούν να αναπαραχθούν από συγκεκριμένες συσκευές

Υπώνυμα

  • ντιβιντί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.