βιβλιοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιβλιοφύλακας οι βιβλιοφύλακες
      γενική του βιβλιοφύλακα των βιβλιοφυλάκων
    αιτιατική τον βιβλιοφύλακα τους βιβλιοφύλακες
     κλητική βιβλιοφύλακα βιβλιοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβλιοφύλακας < (ελληνιστική κοινή) βιβλιοφύλαξ

Ουσιαστικό

βιβλιοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) βιβλιοθηκάριος
  2. χαρτοφύλακας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.