βεστιοπρατήριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βεστιοπρατήριον | τὰ | βεστιοπρατήρια | ||||
| γενική | τοῦ | βεστιοπρατηρίου | τῶν | βεστιοπρατηρίων | ||||
| δοτική | τῷ | βεστιοπρατηρίῳ | τοῖς | βεστιοπρατηρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | βεστιοπρατήριον | τὰ | βεστιοπρατήρια | ||||
| κλητική ὦ! | βεστιοπρατήριον | βεστιοπρατήρια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- βεστιοπρατήριον < βεστιοπρά(της) + -τήριον
Ουσιαστικό
βεστιοπρατήριον ουδέτερο
- αγορά ενδυμάτων ή υφασμάτων, μπεζεστένι
- άλλες μορφές: βεστιοπρατεῖον
Συνώνυμα
- ἱματιοπρατεῖον
επίσης: αγορά υφασμάτων, κοσμημάτων
- μπεζεστένι
- μπεζεστένιν
- πεζεστάνιον
- πεζεστένι
Συγγενικά
- βεστεράρης
- βεστήτωρ
- βεστιαρικός
- βεστιάριον
- βεστιάριος (ἱματιοφύλαξ)
- βεστιαρίτισσα
- βεστιάρχης
- βεστιμέντο
- βεστιοπρατεῖον
- βεστιοπράτης
- βεστιοπρατικός
- βεστίτωρ
→ και δείτε βέστα, βέστιον & βέστιον (ελληνιστική κοινή), vestis (λατινικά) και πρατήριος
Πηγές
- βεστιοπρατήριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.