βεστιοπρατεῖον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βεστιοπρατεῖον, λέξη του 11ου αιώνα < βεστιο(πρατήριον) + πρατεῖον < βεστιοπράτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

βεστιοπρατεῖον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.