βενζόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζόλη οι βενζόλες
      γενική της βενζόλης των βενζολών
    αιτιατική τη βενζόλη τις βενζόλες
     κλητική βενζόλη βενζόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βενζόλη < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική benzol + [1]

Ουσιαστικό

βενζόλη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.