βελάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βελάζω < μεσαιωνική ελληνική βελάζω < αρχαία ελληνική *βελῶ[1] ή (ηχομιμητική λέξη)[2]
Συγγενικά
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βελάζω | βέλαζα | θα βελάζω | να βελάζω | βελάζοντας | |
| β' ενικ. | βελάζεις | βέλαζες | θα βελάζεις | να βελάζεις | βέλαζε | |
| γ' ενικ. | βελάζει | βέλαζε | θα βελάζει | να βελάζει | ||
| α' πληθ. | βελάζουμε | βελάζαμε | θα βελάζουμε | να βελάζουμε | ||
| β' πληθ. | βελάζετε | βελάζατε | θα βελάζετε | να βελάζετε | βελάζετε | |
| γ' πληθ. | βελάζουν(ε) | βέλαζαν βελάζαν(ε) |
θα βελάζουν(ε) | να βελάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βέλασα | θα βελάσω | να βελάσω | βελάσει | ||
| β' ενικ. | βέλασες | θα βελάσεις | να βελάσεις | βέλασε | ||
| γ' ενικ. | βέλασε | θα βελάσει | να βελάσει | |||
| α' πληθ. | βελάσαμε | θα βελάσουμε | να βελάσουμε | |||
| β' πληθ. | βελάσατε | θα βελάσετε | να βελάσετε | βελάστε | ||
| γ' πληθ. | βέλασαν βελάσαν(ε) |
θα βελάσουν(ε) | να βελάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βελάσει | είχα βελάσει | θα έχω βελάσει | να έχω βελάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βελάσει | είχες βελάσει | θα έχεις βελάσει | να έχεις βελάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βελάσει | είχε βελάσει | θα έχει βελάσει | να έχει βελάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βελάσει | είχαμε βελάσει | θα έχουμε βελάσει | να έχουμε βελάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βελάσει | είχατε βελάσει | θα έχετε βελάσει | να έχετε βελάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βελάσει | είχαν βελάσει | θα έχουν βελάσει | να έχουν βελάσει |
| |
Μεταφράσεις
- βελάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βελάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.