βδελυγμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βδελυγμία οι βδελυγμίες
      γενική της βδελυγμίας των βδελυγμιών
    αιτιατική τη βδελυγμία τις βδελυγμίες
     κλητική βδελυγμία βδελυγμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βδελυγμία < αρχαία ελληνική βδελυγμία

Ουσιαστικό

βδελυγμία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.