βαΰζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βαΰζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ρήμα

βαΰζω (& δωρικός τύπος βαΰσδω)

  1. υλακτώ
  2. γαβγίζω
  3. γρύζω
  4. θρηνώ
    Παῦσαι βαΰζων· καὶ γὰρ ἐγὼ τοιοῦτος ἦν / ὢν τηλικοῦτος, ἡνίκ' ἠρχόμην ποεῖν. (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 175)
  5. μέμφομαι
  6. φωνάζω δυνατά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.