βαρδιάτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαρδιάτορας | οι | βαρδιάτορες |
| γενική | του | βαρδιάτορα | των | βαρδιατόρων |
| αιτιατική | τον | βαρδιάτορα | τους | βαρδιάτορες |
| κλητική | βαρδιάτορα | βαρδιάτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρδιάτορας < βάρδι(α) + -άτορας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βαρδιάτορας
|
→ δείτε τη λέξη φρουρός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.