βαμβακούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαμβακούλα | οι | βαμβακούλες |
| γενική | της | βαμβακούλας | — | |
| αιτιατική | τη | βαμβακούλα | τις | βαμβακούλες |
| κλητική | βαμβακούλα | βαμβακούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

βαμβακούλα
Ετυμολογία
- βαμβακούλα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.