βαλτοποταμίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλτοποταμίδα οι βαλτοποταμίδες
      γενική της βαλτοποταμίδας των βαλτοποταμίδων
    αιτιατική τη βαλτοποταμίδα τις βαλτοποταμίδες
     κλητική βαλτοποταμίδα βαλτοποταμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλτοποταμίδα < βάλτος + ποτάμι + -ίδα

Ουσιαστικό

βαλτοποταμίδα θηλυκό

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις βάλτος και ποτάμι


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.