βαλτοποταμίδα
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαλτοποταμίδα | οι | βαλτοποταμίδες |
| γενική | της | βαλτοποταμίδας | των | βαλτοποταμίδων |
| αιτιατική | τη | βαλτοποταμίδα | τις | βαλτοποταμίδες |
| κλητική | βαλτοποταμίδα | βαλτοποταμίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βαλτοποταμίδα θηλυκό
- (πτηνό) πουλί (επιστημονική ονομασία: Acrocephalus palustris) της οικογένειας των ακροκεφαλίδων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.