βαλίτζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλίτζα οι βαλίτζες
      γενική της βαλίτζας των βαλιτζών
    αιτιατική τη βαλίτζα τις βαλίτζες
     κλητική βαλίτζα βαλίτζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλίτζα

Ουσιαστικό

βαλίτζα θηλυκό

  • (παρωχημένο) άλλη μορφή του βαλίτσα
      Τον βρήκα στην κάμαρά του, να ρίχνει με μανία τα ρούχα φύρδην-μίγδην σε τρεις μεγάλες βαλίτζες.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.