βακτηριαιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βακτηριαιμία | οι | βακτηριαιμίες |
| γενική | της | βακτηριαιμίας | των | βακτηριαιμιών |
| αιτιατική | τη | βακτηριαιμία | τις | βακτηριαιμίες |
| κλητική | βακτηριαιμία | βακτηριαιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βακτηριαιμία θηλυκό
- Η παρουσία βακτηρίων στο αίμα.
Μεταφράσεις
βακτηριαιμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.