beta
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
beta
(en)
το
βήτα
(
πληροφορική
)
η δοκιμαστική έκδοση ενός λογισμικού
Πολωνικά
(pl)
Ουσιαστικό
beta
(pl)
θηλυκό
το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου:
βήτα
Σουηδικά
(sv)
Ουσιαστικό
beta
(sv)
τεύτλο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.