βάμβαξ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βάμβαξ | οἱ | βάμβακες | ||||
| γενική | τοῦ | βάμβακος | τῶν | βαμβάκων | ||||
| δοτική | τῷ | βάμβακι | τοῖς | βάμβαξι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | βάμβακα | τοὺς | βάμβακας | ||||
| κλητική ὦ! | βάμβαξ | βάμβακες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- βάμβαξ < ελληνιστική κοινή πάμπαξ < περσική پامباک (pambak) [1]
Ουσιαστικό
βάμβαξ (ᾰξ) θηλυκό
Συγγενικά
- βαμβακερός
- βαμβάκη
- βαμβακηνός
- βαμβακηρός
- βαμβάκινος
- βαμβάκιον
- βαμβακόγεμος
- Βαμβακοράβδης
- βαμβύκινος
- λινοβάμβακος (επίθετο)
Πηγές
- βάμβαξ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βάμβαξ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- s.v. «βαμβάκι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.