βάμβακος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvaɱ.va.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάμβακος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βάμβακος αρσενικό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βάμβακος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.