α/φος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το α/φος τα α/φη
      γενική του α/φους των α/φών
    αιτιατική το α/φος τα α/φη
     κλητική α/φος α/φη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συντομομορφή

α/φος ουδέτερο, συντομογραφία

  • (αεροπορικός όρος) αεροσκάφος
      To α/φος προσγειώθηκε στην Σαντορίνη, παρέλαβε ασθενή και την 15:50 αναχώρησε από Σαντορίνη για Αθήνα.
    Πόρισμα διερευνήσεως συμβάντος αεροπλάνου SX-APD 31 Μαΐου 2002, 15/2003, σ. 1 [pdf.04], pdf, aaiasb.gr Επιτροπή Διερευνήσεως Ατυχηµάτων και Ασφάλειας Πτήσεων· πρόσβαση: 2020-09-17
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.