αὐλάκιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ αὐλάκιον τὰ αὐλάκι
      γενική τοῦ αὐλακίου τῶν αὐλακίων
      δοτική τῷ αὐλακί τοῖς αὐλακίοις
    αιτιατική τὸ αὐλάκιον τὰ αὐλάκι
     κλητική ! αὐλάκιον αὐλάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐλακίω
γεν-δοτ τοῖν  αὐλακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αὐλάκιον < αὖλαξ + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

αὐλάκιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.