αἱμορραγής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | αἱμορραγής | τὸ | αἱμορραγές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | αἱμορραγοῦς | τοῦ | αἱμορραγοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | αἱμορραγεῖ | τῷ | αἱμορραγεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | αἱμορραγῆ | τὸ | αἱμορραγές | ||
| κλητική ὦ! | αἱμορραγές | αἱμορραγές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | αἱμορραγεῖς | τὰ | αἱμορραγῆ | ||
| γενική | τῶν | αἱμορραγῶν | τῶν | αἱμορραγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | αἱμορραγέσῐ(ν) | τοῖς | αἱμορραγέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | αἱμορραγεῖς | τὰ | αἱμορραγῆ | ||
| κλητική ὦ! | αἱμορραγεῖς | αἱμορραγῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμορραγεῖ | τὼ | αἱμορραγεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἱμορραγοῖν | τοῖν | αἱμορραγοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αἱμορραγής, -ής, -ές
- που αιμορραγεί πολύ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 825 (824-826)
- μέλαινά τ᾽ ἄκρου τις παρέρρωγεν ποδὸς | αἱμορραγὴς φλέψ. ἀλλ᾽ ἐάσωμεν, φίλοι, | ἕκηλον αὐτόν, ὡς ἂν εἰς ὕπνον πέσῃ.
- μια φλέβα μαύρη τού άνοιξε στην άκρη του ποδιού του· | και τρέχει αίμα ποτάμι. Μ᾽ ας τον αφήσομε ήσυχο, παιδιά, | για να τον πάρει στα βαθιά του ο ύπνος.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 825 (824-826)
- (ιατρική) που πάσχει από αιμορραγίες
Πηγές
- αἱμορραγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱμορραγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.