αἰώρησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰώρησῐς αἱ αἰωρήσεις
      γενική τῆς αἰωρήσεως τῶν αἰωρήσεων
      δοτική τῇ αἰωρήσει ταῖς αἰωρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αἰώρησῐν τὰς αἰωρήσεις
     κλητική ! αἰώρησῐ αἰωρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰωρήσει
γεν-δοτ τοῖν  αἰωρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἰώρησις < αἰωρέω

Ουσιαστικό

αἰώρησις θηλυκό

  1. κρέμασμα
  2. το να κρατά κανείς κάτι μετέωρο στον αέρα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.