αἰωρέω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
αἰωρέω
<
αἰώρα
<
ἀείρω
<
αἴρω
Ρήμα
αἰωρέω
/
αἰωρῶ
(
παθητική φωνή
:
αἰωρέομαι
/
αἰωροῦμαι
)
υψώνω
κρεμώ
μετεωρίζω
ταλαντεύω
Συγγενικά
αἰώρησις
αἰώρημα
αἰωρητός
αἰωρητέον
→
δείτε
τη
λέξη
αἴρω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.