αἰώνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | αἰώνιος | ἡ | αἰωνίᾱ | τὸ | αἰώνιον |
| γενική | τοῦ/τῆς | αἰωνίου | τῆς | αἰωνίᾱς | τοῦ | αἰωνίου |
| δοτική | τῷ/τῇ | αἰωνίῳ | τῇ | αἰωνίᾳ | τῷ | αἰωνίῳ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | αἰώνιον | τὴν | αἰωνίᾱν | τὸ | αἰώνιον |
| κλητική ὦ! | αἰώνιε | αἰωνίᾱ | αἰώνιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | αἰώνιοι | αἱ | αἰώνιαι | τὰ | αἰώνιᾰ |
| γενική | τῶν | αἰωνίων | τῶν | αἰωνίων | τῶν | αἰωνίων |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | αἰωνίοις | ταῖς | αἰωνίαις | τοῖς | αἰωνίοις |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | αἰωνίους | τὰς | αἰωνίᾱς | τὰ | αἰώνιᾰ |
| κλητική ὦ! | αἰώνιοι | αἰώνιαι | αἰώνιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰωνίω | τὼ | αἰωνίᾱ | τὼ | αἰωνίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰωνίοιν | τοῖν | αἰωνίαιν | τοῖν | αἰωνίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- αἰώνιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰώνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.