αἰώνιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἰώνιος αἰωνί τὸ αἰώνιον
      γενική τοῦ/τῆς αἰωνίου τῆς αἰωνίᾱς τοῦ αἰωνίου
      δοτική τῷ/τῇ αἰωνί τῇ αἰωνί τῷ αἰωνί
    αιτιατική τὸν/τὴν αἰώνιον τὴν αἰωνίᾱν τὸ αἰώνιον
     κλητική ! αἰώνιε αἰωνί αἰώνιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἰώνιοι αἱ αἰώνιαι τὰ αἰώνι
      γενική τῶν αἰωνίων τῶν αἰωνίων τῶν αἰωνίων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰωνίοις ταῖς αἰωνίαις τοῖς αἰωνίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰωνίους τὰς αἰωνίᾱς τὰ αἰώνι
     κλητική ! αἰώνιοι αἰώνιαι αἰώνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰωνίω τὼ αἰωνί τὼ αἰωνίω
      γεν-δοτ τοῖν αἰωνίοιν τοῖν αἰωνίαιν τοῖν αἰωνίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αἰώνιος < αἰών + -ιος

Επίθετο

αἰώνιος, -ος, -ον & -ος, -α, -ον

Συγγενικά

  • αἰωνίως (επίρρημα)

 και δείτε τη λέξη αἰών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.