Αἰών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Αἰών | ||
| γενική | τοῦ | Αἰῶνος | ||
| δοτική | τῷ | Αἰῶνῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | Αἰῶνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | Αἰών | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αἰών < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Αἰών, -ῶνος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) γιος του Κρόνου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 900 (899-900)
- Πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῖρα τελεσσιδώ- / τειρ’ Αἰών τε Χρόνου παῖς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 900 (899-900)
- (ελληνιστική σημασία) ανδρικό όνομα
Πηγές
- Αἰών, αἰών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Αἰών - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.