αἰώρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αἰώρα < αρχαία ελληνική αἰώρα

Ουσιαστικό

αἰώρα

  1. πολυτονική γραφή της λέξης αιώρα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αἰώρα < ἀείρω

Ουσιαστικό

αἰώρα θηλυκό

  1. αιώρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.