αἰωρέομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αἰωρέομαι < αἰωρέω + -ομαι

Ρήμα

αἰωρέομαι (ενεργητική φωνή: αἰωρέω/αἰωρῶ)

  1. κρεμιέμαι
  2. δονούμαι
  3. πάλλομαι
  4. κινούμαι στον αέρα
  5. φτερουγίζω
  6. είμαι μετέωρος
  7. είμαι σε εκκρεμότητα
  8. αμφιταλαντεύομαι
  9. εξαρτιέμαι από κάποιον
  10. ριψοκινδυνεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.